- σταυροπηγιακός
- -ή, -όμοναστήρι που υπάγεται κατευθείαν στον πατριάρχη κι όχι στον επίσκοπο της περιοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταυροπηγιακός — ή, ό, Ν εκκλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σταυροπήγια 2. φρ. «σταυροπηγιακή μονή» μονή η οποία υπάγεται στην εποπτεία και δικαιοδοσία τού οικουμενικού πατριάρχη ή τής διοικητικής κεφαλής μιας αυτοκέφαλης εκκλησίας και μ αυτό τον τρόπο… … Dictionary of Greek